- αποβάθρα
- η1) трап, сходни; 2) пристань, причал; пирс; 3) платформа; перрон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀποβάθρα — ἀποβάθρᾱ , ἀποβάθρα ladder for disembarking fem nom/voc/acc dual (ionic) ἀποβάθρᾱ , ἀποβάθρα ladder for disembarking fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόβαθρα — sacrifices on disembarkation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβάθρᾳ — ἀποβάθραι , ἀποβάθρα ladder for disembarking fem nom/voc pl (ionic) ἀποβάθρᾱͅ , ἀποβάθρα ladder for disembarking fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποβάθρα — Σανίδα ή σκάλα που ενώνει το πλοίο με την ξηρά και χρησιμεύει για την επιβίβαση ή την αποβίβαση των επιβατών. Υπάρχουν επίσης α. για τη φόρτωση ή την εκφόρτωση των εμπορευμάτων με τα αναγκαία ειδικά σύνεργα για εργασίες του είδους, καθώς και… … Dictionary of Greek
απόβαθρα — Σανίδα ή σκάλα που ενώνει το πλοίο με την ξηρά και χρησιμεύει για την επιβίβαση ή την αποβίβαση των επιβατών. Υπάρχουν επίσης α. για τη φόρτωση ή την εκφόρτωση των εμπορευμάτων με τα αναγκαία ειδικά σύνεργα για εργασίες του είδους, καθώς και… … Dictionary of Greek
αποβάθρα — η μέρος κατάλληλα διασκευασμένο για την επιβίβαση και αποβίβαση ανθρώπων σε πλοία ή σιδηροδρόμους, ή τη φόρτωση πραγμάτων: Στην αποβάθρα τούς περίμεναν οι γονείς τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποβάθρας — ἀποβάθρᾱς , ἀποβάθρα ladder for disembarking fem acc pl (ionic) ἀποβάθρᾱς , ἀποβάθρα ladder for disembarking fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβάθραι — ἀποβάθρα ladder for disembarking fem nom/voc pl (ionic) ἀποβάθρᾱͅ , ἀποβάθρα ladder for disembarking fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβάθραν — ἀποβάθρᾱν , ἀποβάθρα ladder for disembarking fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του … Dictionary of Greek